- χάσκας
- ο1) ротозей, зевака; 2) перен. дурак, болван
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χάσκας — ο, Ν 1. αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό 2. (κατ επέκτ.) χάχας, ευήθης, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + κατάλ. ας (πρβλ. φεύγ ας, χάχ ας)] … Dictionary of Greek
χάσκας — ο 1. αυτός που χάσκει. 2. ανόητος, κουτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάχας — ο 1. χάσκας, αυτός που γελάει χωρίς λόγο. 2. βλάκας, ανόητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαζός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που χαζεύει, χάσκας, παλαβός: Μην κάνεις παρέα μ αυτόν το χαζό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)